χρωμογόνος
Смотреть что такое "χρωμογόνος" в других словарях:
χρωμογόνος — και χρωματογόνος, α, ο, Ν αυτός που παράγει ουσίες με χρωστικές ιδιότητες (α. «χρωματογόνα κοχύλια» β. «χρωμογόνες ρίζες φυτού»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromogenic < chrom o (< χρώμα) + gen ic (πρβλ. γεν ικός < γένος), που… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
χρωματογόνος — α, ο, Ν βλ. χρωμογόνος … Dictionary of Greek
αζωβενζόλιο ή αζωβενζόλη — Οργανική ένωση με τύπο: C6H5 N=N C6H5. Ανακαλύφθηκε τον 1834 από τον Γερμανό χημικό Μίτσερλιχ, και αποτελεί την απλούστερη αρωματική αζωένωση. Είναι σώμα στερεό, κρυσταλλικό, με πορτοκαλέρυθρο χρώμα και σημείο τήξης 68°C. Δεν διαλύεται στο νερό,… … Dictionary of Greek